- σφῡρηλάτησις
- σφῡρ-ηλάτησις, ἡ, das Treiben mit dem Hammer, das Hämmern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφυρηλάτηση — Επεξεργασία με την οποία τα μέταλλα, αφού θερμανθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία, υποβάλλονται σε μια σειρά επανειλημμένων κρούσεων για να τους δοθεί η επιθυμητή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή πολύπλοκων κομματιών με πολλές προεξοχές … Dictionary of Greek